- πολιούχος άγιος
- el patro'
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
πολιούχος — (I) ο / πολιοῡχος, ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, ον, Α (για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος άγιος τής… … Dictionary of Greek
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
Διονύσιος, άγιος — (Ζάκυνθος 1547 – 1622). Πολιούχος της Ζακύνθου και αρχιεπίσκοπος Αίγινας. Καταγόταν από την ευγενή οικογένεια των Σιγούρων και ονομαζόταν Δραγανίγος. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στη μονή των Στροφάδων, αλλά έμεινε μόνιμα στη μονή της… … Dictionary of Greek
Ιανουάριος — I Ο πρώτος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Πήρε την ονομασία του από τον θεό των Ρωμαίων, Ιανό. Ο Νουμάς Πομπίλιος προσέθεσε τον Ι. στην ενδέκατη θέση στο έτος του Ρωμύλου, που μέχρι τότε απαρτιζόταν από δέκα μήνες. Ο Ι. άλλαξε πολλές φορές… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 37 ενοριακοί ναοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν η ανδρική μονή της Αγίας Θεοδώρας (9ος αι.), το ησυχαστήριο των Αγίων Αποστόλων και Ισαποστόλων Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, το… … Dictionary of Greek
αχίλλειος — (3ος–4ος αι. μ.Χ.). Πρώτος επίσκοπος και πολιούχος άγιος της Λάρισας. Έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου και πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου. * * * ο (AM Ἀχίλλειος, α, ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος,… … Dictionary of Greek
ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… … Dictionary of Greek
Βιτάλιος — I (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Αντιοχείας. Οπαδός του Απολλινάριου, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Αντιόχεια και γι’ αυτό χειροτονήθηκε ιερέας. Το 375 πήγε στη Ρώμη και επέδωσε στον επίσκοπο Ρώμης Δάμασο ομολογία πίστης, η οποία, αν και περιείχε … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
ЕВГЕНИЙ, КАНДИД, ВАЛЕРИАН И АКИЛА — [греч. Εὐγένιος, Κάνδιδος, Οὐαλεριανὸς κα ᾿Ακύλας], мученики Трапезундские (пам. 21 янв.). Пострадали в г. Трапезунде (ныне Трабзон, Турция) при императорах Диоклетиане и Максимиане (284 305). В визант. агиографической традиции (Синаксарь К… … Православная энциклопедия
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek